Και ενώ η «χώρα των παράλληλων μονολόγων»** αιμορραγεί, αφήνοντας πληγές μιας μόνιμης ασθένειας και το πρόβλημα μας είναι πάντα οι… άλλοι, ας έρθει πλέον η ώρα της συνείδησης, της συνειδητοποίησης, της αλήθειας, της κρίσης, της αλλαγής. Να αναρωτηθούμε, να αλλάξουμε σελίδα, να αγωνιστούμε εμείς για την γενιά μας και όχι οι άλλοι. Υπεύθυνοι και παρόντες παντού ως σύγχρονοι ήρωες να φτιάξουμε ένα σχέδιο, μια νέα «Οδύσσεια», για να είμαστε περήφανοι που είμαστε Έλληνες και μένουμε εδώ. Να βάλουμε ένα τέλος στην αυτοκαταστροφική μισαλλοδοξία που μας διέπει, να πετάξουμε τις παρωπίδες που, μόνο μας τυφλώνουν. Και αφού βγάλαμε τα μάτια μας, τώρα τι;
Και αν ακούγεται σαν προεκλογικός λόγος, δεν είναι. Είναι το «Κύκνειο Άσμα» ***μου, αλλοίμονο -αλλοίμονο ! Και στα αλήθεια, δύσκολα θα πείσω τους άλλους ανθρώπους, πως αυτό που μου έτυχε τώρα δεν το λογαριάζω για συμφορά, τη στιγμή που μήτε εσάς δεν μπορώ να πείσω, αλλά σας βλέπω να φοβόσαστε, μήπως τώρα αισθάνομαι πιο βαριά στην ψυχή μου παρά πριν. Οι άνθρωποι όμως από το φόβο τους για το θάνατο λένε αναμεταξύ τους ψέματα και για τους κύκνους, και ισχυρίζονται, πως οι κύκνοι θρηνούν το θάνατο και κελαηδούν από λύπη και δεν σκέπτονται, ότι, κανένα πουλί δεν κελαηδάει, όταν πεινάει ή κρυώνει, ή υποφέρει από κάποιο άλλο κακό.
Νιώθω το κορμί μου μουδιασμένο και βαρύ να κάθεται στο χώμα. Θαρρείς πως δε μπορώ ούτε το χέρι μου να σηκώσω, ούτε καν το ίδιο μου το βάρος στα φτερά μου, ούτε όμως να φωνάξω βοήθεια δύναμαι. Καμμένο και αγρίως τσαλακωμένο σαν ένα φυλλαράκι που το´χεις πάρει με μανία και το᾽χεις καταστρέψει μέσα στο ίδιο σου το χέρι. Άτιμε κόσμε, που σαν ξυπόλυτος γίγαντας, θες να πατήσεις και εσύ σε αυτό το χώμα. Τι το θες; Είναι γεμάτο στάχτες, αποκαΐδια και φύλλα τσαλακωμένα. Τόσο βαριά και ασήκωτα είναι και αυτά, που δε σαλεύουν, ούτε στη φρίκη του λυσσασμένου αέρα. Μα, τι αλλοπρόσαλλη εικόνα Θεέ μου.
Μέγιστο το ιδεολογικό βάρος των προγόνων μας και της ιστορίας τους. Μεγαλοπρεπές και αέναο. Μήπως είμαστε τυχαίαοι σημερινοί κάτοικοι μιας πάλαι ποτέ ξακουστής πατρίδας, σε μια ξεχασμένη φημισμένη γωνία του κόσμου; Έτσι θα ‘ναι …Ξέρεις γιατί το θες; γιατί το χεις τόσο ανάγκη; μέσα του «βράζει» σαν πυρήνας, έτοιμος να εκραγεί… Να ανθίσει, να σε προδώσει. Ξανά και ξανά. Και ξανά. Κατά βάθος όμως ξέρεις, ότι τίποτα δε τελειώνει, εκτός αν εσύ το ορίσεις. Ό,τι καταστρέφεται ξαναγεννιέται.
Και αλήθεια, χρόνος δεν υπάρχει για να μας θυμίσει, να μας ορίσει, να μας καθορίσει. Ο αμείλικτος χρόνος εδώ βρίσκεται σε δεύτερη μοίρα, αφού βαρύτητα έχουν μόνο οι εικόνες. Οι εικόνες είναι εικόνες, είναι στιγμές, άλλοτε μικρές άλλοτε μεγάλες, με μόνη ελπίδα τη λήθη. Η όχι;
Λίγο οξύμωρο όλο αυτό. Άραγε, θες να ξεφύγεις από τις αναμνήσεις σου; Κουβαλώντας τες στην πλάτη αυτός ο ψυχολογικός ανήφορος γίνεται ακόμα πιο δύσβατος. Όταν όμως φτάσεις στο τέλος του και σταθείς από μια μεριά και γυρίσεις πίσω, τότε θα πεις με αποφασιστικότητα: Τελικά άξιζε.Μήπως, άλλωστε, για αυτό τον λυτρωτικό γυρισμό δε ζούμε;
Στέκεσαι από τη μία όχθη και είναι όλα ανθισμένα, ποτισμένα και γεμάτα πεταμένα μπουμπούκια και ύστερα οδεύεις συνειρμικά στην απέναντι πλευρά και είναι όλα στάχτες και τσαλακωμένα φύλλα. Πας από τη μία όχθη στην άλλη, είτε με γέφυρες, είτε μέσα σε ένα λαβύρινθο χτισμένο από τοίχους. Κινείσαι διαρκώς μέσα στο χρόνο, ή έξω από αυτόν. Δεν έχει σημασία. Ματαιοδοξία.
Μπορεί να πέρασαν μόνο μέρες, η μήνες, η ακόμα και χρόνια, όμως πάντα θα θες να πατήσεις το χώμα σου.. Άλλωστε τα «μάτια μας τα βγάλαμε» πάλι. Για πολλοστή φορά. Μόνοι μας φυσικά. Πάντα γίνεται έτσι. Είναι σαν ένας άγραφος νόμος της ανθρώπινης φύσης μας η ατέρμονη τάση για την αυτοκαταστροφή μας. Το έπραξε κάποτε ο μοιραίος Οιδίποδας- βέβαια από τις τύψεις του, για δικούς του λόγους.. Σηκώνομαι και κουβαλώ τη ψυχή μου απρόσμενα και αποφασιστικά, όσο βαριά και αν είναι, να την περάσω προς την έξοδο σιγά-σιγά, να βγούμε «απέναντι», στην άλλη όχθη. Σαν χθες. Θα επιλέξω εννοείται από τη γέφυρα, για να αποφύγω τους πελώριους «τοίχους», που λες και τρώνε σαν σαράκι τη ζωή μας.
Εξάλλου εκεί που βγάλαμε τα μάτια μας, τώρα ανθίζουν κυκλάμινα…
* Η Μελίσσα Παπαθανασίου σπούδασε Αρχιτεκτονική και Δημιουργική Γραφή στο University of Westminster και στο Central Saint Martins –University of the Arts του Λονδίνου αντίστοιχα.
** Γιώργος Σεφέρης 1900-1971 Έλληνας ποιητής, Νόμπελ 1963.
*** Σύμφωνα με την παράδοση ο κύκνος, που γενικά δεν έχει καλή φωνή, όταν διαισθανθεί ότι θα πεθάνει, κελαηδάει πολύ γλυκά.