
Ήδη από τα μέσα του 2021 έχουν ενταθεί οι διαβουλεύσεις για την εκπόνηση του νέου νομοσχεδίου, το οποίο αφορά την αναμόρφωση και εκσυγχρονισμό του συστήματος εκπαίδευσης των Δικαστών και Εισαγγελέων της χώρας. Προς την κατεύθυνση αυτή συστάθηκε αρμόδια νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου της Εθνικής Σχολής Δικαστών (ΕΣΔΙ). Όπως ήταν θεμιτό και αναμενόμενο ο διάλογος και η εκφορά απόψεων για την κατεύθυνση και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης των μελλοντικών Δικαστών και Εισαγγελέων, οι οποίοι χειρίζονται υποθέσεις, η έκβαση των οποίων επηρεάζει άμεσα τις ζωές των πολιτών, «άναψε» με την συμμετοχή όλων των φορέων της Δικαιοσύνης, της νομοθετικής εξουσίας αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, καθότι κάθε πρωτοβουλία που έχει ως στόχο να αναβαθμίσει την παροχή Δικαιοσύνης απαιτεί την συμμετοχή όλων μας.
Συνοπτικά να αναφέρω ότι η Εθνική Σχολή Δικαστών (ΕΣΔΙ) συστάθηκε δια του νόμου 3689/2008. Ειδικότερα ζητήματα αναφορικά με την λειτουργία της Σχολής ρυθμίστηκαν με Υπουργικές Αποφάσεις εκδοθείσες κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω νόμου, ήτοι ΥΑ 753/2012, ΥΑ 489/2012, ΥΑ 7187/2018 και ΥΑ 114/2020. Βασικός σκοπός λειτουργίας της ΕΣΔΙ είναι η κατάρτιση και άρτια εκπαίδευση των μελλοντικών δικαστικών λειτουργών. Συμβάλλει, στη διάπλαση Δικαστών με ανεξάρτητο φρόνημα. Η καλή λειτουργία και η αποτελεσματικότητα αυτής της Σχολής είναι ζωτικής σημασίας για το νομικό μας πολιτισμό και την κοινωνική συνοχή.
Έως σήμερα, οι πλείστοι θεωρούσαν ότι ο σκοπός της ΕΣΔΙ αναλίσκεται, περιοριστικά, στην εκμάθηση των μελλοντικών Δικαστών και Εισαγγελέων του τρόπου ερμηνείας των νόμων και στην διαπίστωση της ουσίας μιας υπόθεσης.
Ωστόσο, η ταχύτητα εισροής στον κοινωνικό ιστό νέων καινοτομιών, νέων ηθών και συνηθειών, νέων τεχνολογιών, καθιστά τον εμπλουτισμό των ανωτέρω αναφερθέντων βασικών μαθησιακών σκοπών της ΕΣΔΙ επιτακτική ανάγκη. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, η αρμόδια νομοπαρασκευαστική επιτροπή, συσταθείσα με στόχο τον εκσυγχρονισμό του Ν. 3689/2008, θα έπρεπε να λάβει υπόψη την ανάγκη καλλιέργειας δεξιοτήτων των δικαστικών λειτουργών με κατεύθυνση την ηθική και κοινωνική «πληρότητα» τους, την βελτίωση της κοσμοαντίληψης τους και την «ρεαλιστική» απονομή της δικαιοσύνης. Και όταν αναφερόμαστε σε ρεαλιστική απονομή της δικαιοσύνης εννοούμε το άριστο φιλτράρισμα των πληροφοριών της υπόθεσης από τον Δικαστή με απώτερο στόχο ο τελευταίος να διαχειριστεί τα νομοθετικά εργαλεία με τρόπο που αυτά θα προσαρμοστούν στις ανάγκες της υπόθεσης, θα αποδώσουν την βέλτιστη ανά περίπτωση λύση τόσο για τα διάδικα μέρη όσο και για μια ευνομούμενη κοινωνία. Ο Δικαστής και ο Εισαγγελέας δεν πρέπει να κρίνει τυπολατρικά και αποστειρωμένα από την πραγματική ζωή.
O εκάστοτε Δικαστής και Εισαγγελέας δεν μπορεί να προσεγγίζει τις ενώπιον του υποθέσεις με γραφειοκρατική χροιά. Την υπόθεση ενώπιον του οφείλει να την χειριστεί ως να ήταν ένας ζωντανός οργανισμός με παραμέτρους, διαφοροποιήσεις από προηγουμένως χειρισθείσες υποθέσεις και συναισθηματικές συνέπειες. Όχι φωτοτυπικά αλλά ανθρωποκεντρικά.
Συνεπώς βασική αποστολή της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής θα έπρεπε να ήταν η σύνδεση των οργάνων απονομής της δικαιοσύνης με την κοινωνία. Αυτό προϋποθέτει:
1) εκπαίδευση των οργάνων της δικαστικής εξουσίας (Δικαστές, Εισαγγελείς) με τα πλέον σύγχρονα μέσα,
2) «κοινωνικοποίηση» της προσέγγισης της εκπαιδευτικής τους διαδικασίας και εμπλουτισμού αυτή με εκμάθηση μεγάλου εύρους επιστημών. Ένας ολοκληρωμένος δικαστής, προκειμένου να χειριστεί ολοκληρωμένα μια υπόθεση και να αποδώσει δικαιοσύνη επιβάλλεται να έχει σφαιρικές γνώσεις και όχι αποκλειστικά γνώση των νομοθετημάτων και του τρόπου ερμηνείας αυτών. Εκτός από την καλλιέργεια κριτικής σκέψης, την ορθή διατύπωση του δικανικού συλλογισμού, την εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση των αποφάσεων και την τεκμηρίωση τους στη θεωρία και νομολογία, ο δικαστής είναι πλέον απαραίτητο να κατέχει διεπιστημονικές γνώσεις, όπως η δικαστική δεοντολογία, δικαστική ψυχιατρική, πληροφορική, οικονομικές επιστήμες, οικολογία, Ιστορία της δικαιοσύνης, επικοινωνιακές τακτικές, κοινωνιολογία κ.λπ. Δυστυχώς, και στον τομέα της Δικαιοσύνης δεν έχει γίνει έως σήμερα, και ούτε και από την τελευταίως συσταθείσα νομοπαρασκευαστική επιτροπή, αντιληπτή η ανάγκη να αποκτήσουν οι Δικαστές και Εισαγγελείς της χώρας την ικανότητα διεύθυνσης της ακροαματικής διαδικασίας με ενσυναίσθηση, νηφαλιότητα σε συνδυασμό με τον δυναμισμό και την αποτελεσματικότητα.
3) Αυτή ακριβώς η ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων κατά την ενάσκηση των εξουσιών του, είναι το υπέρτατο καθήκον ενός Δικαστή προκειμένου να απονείμει ορθά την δικαιοσύνη. Δεν νοείται η στείρα γραμματική εφαρμογή του νόμου απαρέγκλιτα σε όλες τις περιπτώσεις, Χρειάζεται ο δικαστής να διαγιγνώσκει τις ειδικότερες κάθε φορά συνθήκες της υπόθεσης που κρίνεται ενώπιον του και να διαπλάθει την ερμηνεία του νόμου προκειμένου αυτός να αποτελεί την κατάλληλη θεραπεία για την κρινόμενη υπόθεση,
Σε συνδυασμό με τις ανωτέρω προτάσεις και προς αναβάθμιση της παροχής της παροχής δικαιοσύνης θα πρέπει η νομοθετική εξουσία κατά την ενάσκηση των καθηκόντων της να δίνει όλα τα απαραίτητα εργαλεία στον Δικαστή προκειμένου ο τελευταίος να έχει την δυνατότητα και το εύρος κινήσεων ώστε να δίνει τις δόκιμες κάθε φορά λύσεις. Ιδανική θα ήταν η αριστοτεχνική διατύπωση των διατάξεων των νόμων που αφήνει περιθώρια ερμηνείας στον εφαρμοστή τους χωρίς να τον εγκλωβίζει σε στεγανά. Επίσης, πρέπει η νομοθετική, δικαστική εξουσία αλλά και το εκπαιδευτικό σύστημα της ΕΣΔΙ να ενθαρρύνουν τους Δικαστές και Εισαγγελείς να μην φοβούνται να τολμήσουν ρηξικέλευθες δικανικές κρίσεις.
Απόφαση σταθμός και αποτύπωση όλων των ανωτέρω αποτελεί απόφαση του Αυτόφωρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά σχετικά με δύο νεαρούς, ηλικίας 25 και 26 ετών, οι οποίοι συνελήφθησαν από αστυνομική δύναμη ενώ βανδάλιζαν με σπρέι συρμούς του Ηλεκτρικού Σιδηρόδρομου στον Πειραιά. Οι νεαροί προσήχθησαν ενώπιον των οργάνων της Δικαιοσύνης με τις κατηγορίες της φθοράς πραγμάτων που ανήκουν στο Δημόσιο και της παρακώλυσης συγκοινωνιών. Κρίθηκαν ένοχοι από το Δικαστήριο, το οποίο τους επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών ετών. Καθότι και οι δύο ένοχοι είχαν καθαρό ποινικό μητρώο, όταν τέθηκε προς κρίση το ζήτημα της αναστολής της ποινής τους, ο εισαγγελέας πρότεινε και οι Δικαστές δέχθηκαν να ανασταλεί η ποινή τους επί τριετία με την προϋπόθεση ότι θα αποκαταστήσουν την ζημιά που προξένησαν στους συρμούς του ΗΣΑΠ με δικά τους έξοδα. Το δικαστήριο λοιπόν μετερχόμενο το άρθρο 99 παρ. 2 του νέου Ποινικού Κώδικα περί αποκατάστασης μέρους ή του συνόλου της ζημίας που προκλήθηκε από τον κατηγορούμενο, συνυπολογίζοντας το νεαρό της ηλικίας των δραστών, την απερισκεψία τους, το όφελος που θα είχε το δημόσιο από την αποκατάσταση της ζημίας αλλά και το μάθημα ζωής που θα λάμβανα οι νεαροί, οδηγήθηκε σε αυτή την σοφή απόφαση. Αυτή η συλλογιστική δια της οποίας η εν λόγω δικαστηριακή σύνθεση απέδωσε την προπεριγραφείσα απόφαση, πρέπει να αποτελέσει την νόρμα και όχι φωτεινή εξαίρεση.
Από τα ανωτέρω παρατηρούμε τον δόκιμο τρόπο με τον οποίο η Δικαιοσύνη μπορεί να επιτύχει την επανασύνδεση της με την κοινωνία, να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των προσφευγόντων σε αυτή και σε ένα μετέπειτα στάδιο να αποτελέσει το παράδειγμα προς μίμηση της οικοδόμησης σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ Κράτους και Πολιτών.
Δυστυχώς όμως τα κακώς κείμενα καλά κρατούν. Αφενός πως να ολοκληρώσει σωστά το έργο της μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή, και ειδικά για ένα τόσο βαρύνουσας σημασίας ζήτημα που επαφίεται των ριζών της ελληνικής κοινωνίας, όταν η υπουργική απόφαση σύσταση της που εκδόθηκε την 02.04.2021 (υπ’ αριθμό 16018/φ.352 ΥΑ/12/02.04.2021 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) θέτοντας ως καταληκτική ημερομηνία ολοκλήρωσης του έργου της την 31.07.2021 και αφετέρου κατά την διάρκεια των εργασιών της τα προαναφερθέντα ζητήματα εμπλουτισμού του γνωσιακού αντικειμένου των εκπαιδευομένων δεν συζητήθηκαν καν, παραβλέποντας την επιτυχία άλλων παρόμοιων Σχολών ανά τον κόσμο. Όσο απουσιάζει η γενναιότητα της καινοτομίας τόσο θα αναρωτιόμαστε γιατί τα τρένα των ευκαιριών περνούν. Είδομεν.