Home Άρθρα Το ζήτημα της έλλειψης αυτάρκειας της Ελλάδας

Το ζήτημα της έλλειψης αυτάρκειας της Ελλάδας

0
Γράφει ο Παναγιώτης Στάπας*

Η κρίση που έχει προκαλέσει ο ρωσο – ουκρανικός, ανέδειξε, μεταξύ άλλων, την εξαιρετικά εύθραυστη κατάσταση της οικονομίας της χώρας μας αλλά και την αδυναμία αυτής να ανταποκριθεί στις συνεχείς και απρόβλεπτες αναταράξεις του διεθνούς στερεώματος.

Βιώνουμε καθημερινά την εκθετικά αυξανόμενη ανατίμηση όλων ανεξαιρέτως των προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρονται στην ελληνική επικράτεια. Ανατιμήσεις, στις οποίες δεν έχει την δυνατότητα να ανταποκριθεί κανένας πολίτης. Ανατιμήσεις, στις οποίες ο κρατικός μηχανισμός προσπαθεί με βραχυπρόθεσμες, σπασμωδικές κινήσεις να μπαλώσει αφού έχει διατελέσει εγκληματική αμέλεια στον σχεδιασμό μακροπρόθεσμης και στιβαρής στρατηγικής. Ανατιμήσεις, στις οποίες πολλά έτερα κράτη κατάφεραν να ανταποκριθούν με επιτυχία απορροφώντας μεγάλο μέρος των κραδασμών, καταφέρνοντας να μην αποτυπωθούν οι τελευταίοι στα κοινωνικά στρώματα.

Η αιτία των ανωτέρω εκτεθέντων εδράζεται λακωνικά σε μια και μόνη λέξη, αυτή της αυτάρκειας. Η αυτάρκεια αντιπροσωπεύει οικονομικές πολιτικές που καθιστούν μία οντότητα (κράτος) να επιβιώνει χωρίς εξωτερική βοήθεια, δηλαδή μόνον με την εγχώρια παραγωγή, συμμετέχοντας στο διεθνές εμπόριο συμπληρωματικά και για την ενίσχυση της κερδοφορίας της. Εκμεταλλευόμενη η χώρα, με μακροπρόθεσμη ορθολογική στρατηγική, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της θα είχε την ευχέρεια να ελέγχει αυτή τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών, ρυθμίζοντας τις κάθε φορά προς όφελος του κοινού συμφέροντος. Αντιθέτως, το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας καταγράφει αρνητικό αποτέλεσμα για τουλάχιστον 20 συναπτά έτη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σαν χώρα, όχι μόνο δεν υφίσταται κερδοφορία από τις εξαγωγές αλλά πολλώ δε μάλλον ότι ο πρωτογενής, δευτερογενής και τριτογενής τομέας παραγωγής δεν μπορούν να καλύψουν τις εγχώριες ανάγκες ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών με αποτέλεσμα να είμαστε απόλυτα εξαρτημένοι από τρίτα κράτη, μέσω σύναψης διμερών ή πολυμερών εμπορικών συμφωνιών εισαγωγής προϊόντων, για την κάλυψη της ζήτησης ακόμα και πρώτης ανάγκης προϊόντων.

Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος αναφορικά με το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας είναι αποκαρδιωτικά. Για το 2021, η αξία των εισαγωγών άγγιξε τα 64,7 δις ευρώ, η οποία αποτελεί και την μεγαλύτερη τιμή από το 2002 και εντεύθεν. Παράλληλος βίος για τις τιμές των εξαγωγών, των οποίων η τιμή έφτασε περίπου στο μισό αυτής των εισαγωγών και ειδικότερα μόλις στα 39 δις δολάρια. Αποτέλεσμα αυτών η αύξηση του ελλείματος του εμπορικού ισοζυγίου κατά 27,8%, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ άλλως μείον 25,6 δις ευρώ. Σημειωτέον ότι, η μερίδα του λέοντος από το ποσό των εισαγωγών αφορά αγαθά απαραίτητα για την παρασκευή αγαθών πρώτης ανάγκης και κατασκευαστικά αγαθά. Περαιτέρω, και σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, η Ελλάδα εξάγει φθηνά και αγοράζει ακριβά ειδικά όσον αφορά τα τρόφιμα. Επομένως, πέραν από την ύπαρξη επισιτιστικής απειλής κατά την περίοδο κρίσεων, εντοπίζεται και πρόβλημα απώλειας εθνικού πλούτου.

Προκειμένου να αντιληφθούμε την πλήρη εικόνα της θέσης της Ελλάδας στην εξωτερική πολιτική σκηνή, αναφέρεται, και πάλι σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ότι ανάμεσα στις 5 χώρες με τον μεγαλύτερο όγκο εισαγωγών προς την χώρα μας, σε ότι αφορά την αξία των συναλλαγών, εμφανίζεται η Ρωσία και η Κίνα. Με όρους ποσότητας εισάγουμε τα περισσότερα κιλά από το Ιράκ και την Ρωσία. Από την άλλη πλευρά, ανάμεσα στους πέντε καλύτεροι συνεργάτες της Ελλάδας σε ότι αφορά την αξία των συναλλαγών στις εξαγωγές βρίσκονται η Τουρκία, στην 3η θέση μάλιστα, η Η.Π.Α. στην 4η και το Ηνωμένο Βασίλειο στην 5η. Η θέση της Ελλάδας, όσον αφορά τις εμπορικές συναλλαγές της, δύναται να παρομοιαστεί με αυτή του Ιάσωνα ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη καθώς προσπαθεί να προσπεράσει τις συμπληγάδες πέτρες των απανωτών κρίσεων.

Παράλληλα με το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο, η χώρα μας δεν έχει, ως ώρας, την δυνατότητα να αναστρέψει την πορεία του ισοζυγίου καθώς οι έως τώρα κυβερνητικές επιλογές, στο βωμό οικοδόμησης πελατειακού κράτους μέσω της παράλογης επέκτασης του δημόσιου τομέα, φαλίρισαν ολοκληρωτικά την βαριά βιομηχανία της Ελλάδας, αφήνοντας την χώρα με μοναδικό ισχυρό έσοδο τον τουρισμό, άρα και πάλι έρμαιο της χρήσης και αυτής της αδυναμίας ως μέσο πίεσης από τρίτες χώρες, όπως τώρα η Ρωσία, η οποία μετέφερε τις τουριστικές της συμφωνίες σε Τουρκία και Αίγυπτο αφαιρώντας από Χαλκιδική και Κρήτη το 45% των τουριστικών ροών.

Η αποβιομηχάνιση της Ελλάδας υπήρξε συστηματική και βίαια. Η κλωστοϋφαντουργία, η τσιμεντοβιομηχανία, η χαρτοβιομηχανία, η ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία, η μέταλλο-κατασκευαστική βιομηχανία, η μεταλλευτική βιομηχανία, η λιπάσματο-βιομηχανία, και η αμυντική βιομηχανία, διυλιστήρια πετρελαίου αλλά και υφαντουργία βιομηχανίες ηλεκτρικών συσκευών όπου κατά το παρελθόν δραστηριοποιήθηκαν επιχειρήσεις σύμβολα του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος. Υπενθυμίζονται τα λουκέτα, λόγω οικονομικής δυσπραγίας και ανυπαρξίας κρατικού σχεδιασμού, των Pitsos, της Πειραϊκής – Πατραϊκής (4.000 εργαζόμενοι), της χαρτοβιομηχανίας Λαδόπουλου (1.200 εργαζόμενοι), της Ελλάς Α.Ε. (120 εργαζόμενοι), της καλτσοβιομηχανίας Μάντισον (250 εργαζόμενοι), της οινοποιίας ΒΕΣΟ (300 εργαζόμενοι), της Ντρέσκο (200 εργαζόμενοι), της Χαρτοποιίας Αιγίου (550 εργαζόμενοι), της μονάδας ενδυμάτων Ρετσίνα (300 εργαζόμενοι), της Τεοκάρ, των Κλωστηρίων Φιλιατών, της εταιρείας Ρόκα, των Τσιμέντων Χαλκίδας, των μεταλλείων πρώην Σκαλιστήρη, το κλείσιμο των Μεταλλείων Φωκίδας, των Φωσφορικών Λιπασμάτων, των Πλαστικών Καβάλας και των Μεταλλείων Χαλκιδικής, το κλείσιμο των γραμμών παραγωγής της Βιαμύλ, το κλείσιμο της Διεθνούς Βιομηχανίας Ενδυμάτων στην Καλαμάτα και Λαυρεωτική, της ακτοπλοϊκής εταιρίας ΔΑΝΕ. Επίσης, κατέρρευσε η ιστορική καπνοβιομηχανία Κεράνης και οι όμιλοι Λαναρά – Αργυρού. Επήλθε το κλείσιμο του εργοστασίου παγωτού της ΔΕΛΤΑ στον Ταύρο, ενώ και η ΕΛΑΪΣ – Unileverπου διατηρεί βιομηχανική εγκατάσταση στην Πειραιώς έπαψε την παραγωγή μαργαρινών. Στα τέλη του 2018 έπεσε η αυλαία για την ιστορική βιομηχανία Χαλυβουργική του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου (ιδρυθείσα το 1948), η οποία προστέθηκε στη λίστα των βιομηχανικών λουκέτων που μετρά η χώρα κατά την περίοδο της δημοσιονομικής ύφεσης. Τον Νοέμβριο του 2013 η Αλουμύλ προχώρησε στο κλείσιμο του εργοστασίου της στην Ξάνθη

Παραδείγματος χάρη, πολλές ανατιμήσεις έγιναν λόγω της αύξησης της τιμής του πλαστικού. Εάν τα Πλαστικά Καβάλας ευημερούσαν αυτές οι ανατιμήσεις δεν θα συνέβαιναν καθόλου ή θα αποτυπώνονταν σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Επίσης, το 2019 πραγματοποιήθηκαν εισαγωγές παγωτού αξίας 50 εκατομμυρίων ευρώ, την στιγμή που η παγωτοβιομηχανία ΔΕΛΤΑ θα μπορούσε να έχει καλύψει αυτή την ανάγκη. Ανεπηρέαστη δεν έμεινε ούτε η ελληνική βιομηχανία παιχνιδιών. Τα ελληνικά παιχνίδια κατασκευάζονταν με αυξημένο κόστος παραγωγής λόγω των εργατικών χεριών που μεσολαβούσαν, τα οποία βελτίωναν την ποιότητα αλλά και το κόστος παραγωγής. Έτσι, οι ελληνικές εταιρείες αποτέλεσαν εύκολη «λεία» για τις πολυεθνικές και τα εισαγόμενα, φθηνότερα παιχνίδια. Οι ελληνικές κυβερνήσεις θα έπρεπε να εφαρμόσουν πρακτικές προστατευτισμού των ελληνικών επιχειρήσεων από την εισροή ξένων πολυεθνικών που στόχευαν στην κατάληψη τους.

Ποτέ δεν τέθηκαν μακροχρόνιες στρατηγικές και προτεραιότητες. Αντίθετα, ανέκαθεν παρατηρείται μια κοντόφθαλμη και βραχυπρόθεσμη αντιμετώπιση των πολιτικών και οικονομικών στόχων. Η πολιτική διαχείριση της χώρας συνεχίζει να είναι προσηλωμένη στη λογική του εκλογικού κύκλου. Αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να μην είναι σε θέση να προσαρμοστεί άμεσα στα δεδομένα της παγκόσμιας οικονομίας.

Η νέα γενιά που τόσο διαρρηγνύουμε τα ιμάτια μας για αυτή, είναι εδώ είναι καταρτισμένη και περιμένει τις ευκαιρίες της πατρίδας, τις οποίες προς το παρόν τις εκμεταλλεύονται άλλα κράτη. Το KNOW – HOW υπάρχει, απλά πρέπει να εφαρμοστεί από τις βασικές διαχειριστικές επιλογές της αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού και της απεξάρτησης της οικονομικής πολιτικής από την κομματική λογική. Σε συνδυασμό με την αξιοποίηση της τεχνολογίας και της καινοτομίας. Κάποτε ο Αριστόβουλος Πετζετάκης, χαρακτηρίστηκε από την βρετανική εφημερίδα «Financial Times» ως «εφευρέτης πρώτης τάξης», καθώς ίδρυσε τη βιομηχανία πλαστικών σωλήνων το 1960, με βάση την πρωτοποριακή μέθοδο παραγωγής εύκαμπτων πλαστικών σωλήνων, ενισχυμένων με σπειροειδές PVC.

Πάντως, εάν θέλαμε βιομηχανία στον τόπο δεν θα φτιάχναμε 127 φορολογικά νομοσχέδια και φορολογικές τροπολογίες μόνο τα τελευταία 20 χρόνια, αλλά θα είχαμε μια σταθερή φορολογική πολιτική με λογικούς συντελεστές που δεν θα άλλαζε τουλάχιστον μια 10ετία. 

Επιβάλλεται η στενή συνεργασία των Υπουργείων Οικονομικών, Αγροτικής Ανάπτυξης και Εξωτερικών. Το τελευταίο θα έπρεπε να έχει επιδοθεί σε ένα αδιάκοπο αγώνα προώθησης των εξαγώγιμων ελληνικών προϊόντων Το δεύτερο να σχεδιάσει και εφαρμόσει στρατηγική στήριξης και βιομηχανικής ανάπτυξης του απαρχαιωμένου και ανοργάνωτου πρωτογενούς τομέα με την παροχή κινήτρων στους νέους αγρότες προκειμένου να εκτοξεύσει την ελληνική παραγωγή. Τέλος, το Υπουργείο Οικονομικών σε συνδυασμό με αυτό του Ανάπτυξης να βρει τρόπους εκβιομηχάνισης της χώρας.

Όταν λοιπόν, η Ελλάδα καταστεί αυτάρκης, τότε θα μπορέσει να γίνει λόγος και για άσκηση πραγματικής εξωτερικής πολιτικής. Έως τότε, αποτελούμε έρμαιο των διεθνώς εξελίξεων και ορέξεων των εκάστοτε κρατών των ομάδων G.

*Δικηγόρος

Ακολουθήστε την Ενημέρωση Πελοποννήσου στη σελίδα μας στο Facebook

Στην ομάδα και στις ειδήσεις της Google News

NO COMMENTS

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

Exit mobile version