
Μπουνταλά με ανεβάζουν, μπουνταλά με κατεβάζουν αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν με πειράζει, αρκεί να υπάρχει φρέσκο φαγητό και σνακ και επειδή είμαι ακόμα μικρός μου αρέσει να παίζω με διάφορα πράγματα στο σαλόνι.
Η μαμά με μαλώνει, γιατί κάνω ζημιές, ενώ η Ανδρομάχη όχι, αλλά αντιλαμβάνομαι την… «αδυναμία» που μου έχει από πέρυσι το καλοκαίρι, που είχα κρυφτεί για έξι μέρες. Σιχαίνομαι τις μετακινήσεις και με κατατρέχει μια «παιδική» φοβία, ότι θα με εγκαταλείψουν και έτσι επαναστατώ όταν πρόκειται να με μεταφέρουνε. Δεν έχω κανένα πρόβλημα, να κάτσω όλο το καλοκαίρι και να κοιτάζω έξω από το παράθυρο, να βγάζω και το κεφάλι μου να βλέπω τους περαστικούς, ή να παρατηρώ τα πουλιά στα δέντρα, ναι, μου αρέσει πολύ.
Δε θέλω να ξανατραβήξω ότι πέρασα πέρυσι το καλοκαίρι που, όταν φτάσαμε στον προορισμό μας είχα βραχνιάσει από το κλάμα, είχα ζαλιστεί από τις πολλές στροφές, είχα ζεσταθεί λόγω της πυκνής γούνας που διαθέτω, οπότε τι νομίζετε ότι έκανα;
Πήγα και κρύφτηκα όπως κάθε γάτος που σέβεται τον εαυτό του (η Μάχη δεν «πιάνεται» είναι υποτίθεται πολυταξιδεμένη και μαθημένη στα ταξίδια δεν μασάει) στο τζάκι!
Αυτό που δεν προβλέψανε, είναι ότι η έξοδος προς την καμινάδα ήταν ανοιχτή και έτσι εγώ βρήκα ένα τυφλό σημείο να κάτσω, όπου κανένας δεν θα με έβλεπε, ή δεν θα με πείραζε. Είχα σκοπό να ηρεμήσω και να κατέβω ύστερα από 3 – 4 μέρες, αλλά η μαμά μου ως γνωστή ανυπόμονη, έβαλε «λυτούς και δεμένους» να με ψάχνουνε, από τις πρώτες κιόλας ώρες.
Έτσι, το επόμενο πρωί ανέβηκαν κάτι μελαμψά ανθρώπινων διαστάσεων όντα στη ταράτσα και με εντοπίσανε, τότε κρύφτηκα πιο μέσα στην καμινάδα, μέχρι που ήρθε ένας από αυτούς, μέσα στο τζάκι χώθηκε – νόμιζε ότι ήταν ο ίδιος γάτα και χώραγε- να με πιάσει- και γραπώνοντας μου το ένα πόδι έκανα ένα σάλτο και βρέθηκα με όλη μου τη δύναμη στην έξοδο της καμινάδας.
Έτσι βγήκε το χαϊδευτικό μου «Σαλπατήδας» μήνες αργότερα, όταν έκανα αναπαράσταση του σάλτου από την καμινάδα. Δεν πρόλαβε να με δει κανείς ευτυχώς – ακόμα με ψάχνανε μέσα στο τζάκι και έτσι πήδηξα σε ένα κλαδί και από εκεί στο έδαφος, εν τέλει κρύφτηκα σε ένα σκίνο.
Ο χρόνος σαν να σταμάτησε από τη τρομάρα μου και έτσι πέρασαν έξι ολάκερες μέρες. Είχα προκαλέσει την αναστάτωση όλων μέσα στο κτήμα, αλλά φοβόμουνα πολύ και μόνο η πείνα, ή η δίψα μπορούσαν να μου δώσουν κίνητρο και δύναμη για να εξέλθω της κρυψώνας μου.
Είναι φοβερό, πως με ψάχνανε τόσοι άνθρωποι σε όλο το κτήμα και εγώ βρισκόμουν κρυμμένος ούτε στα δύο μέτρα, δίπλα από τη μαμά μου.
Το έχουμε αυτό εμείς οι γάτες, να μην το παινευτώ δηλαδή, αλλά χαμπάρι δε μας παίρνουνε αν δε το θελήσουμε. Όταν όμως δίψασα, άρχισα τη κλάψα και έτσι ξεκίνησε η επιχείρηση διάσωσης που κράτησε τρείς ώρες, γιατί ήμουνα πολύ φοβισμένος και αγριεμένος.
Την επόμενη μέρα, είχαμε γυρίσει Αθήνα και εγώ ήμουνα με ηρεμιστικά και μείον δύο νύχια, αφού τα είχα ξεριζώσει μόνος μου, στο δρόμο της επιστροφής στην προσπάθεια μου να βγω από το κλουβί μεταφοράς μου.
Η Ανδρομάχη ήταν έξαλλη μαζί μου, ούτε να με δει δεν ήθελε. Ήμουνα πίσω στο σπίτι μας και ένιωθα και πάλι καλά σιγά – σιγά…
*Η συνέχεια στην επόμενη έκδοση.