Μια μεστή και άκρως ενδιαφέρουσα ομιλία παρέθεσε ενώπιον των φίλων και ψηφοφόρων του, ο υποψήφιος Βουλευτής Αρκαδίας με το ΚΙΝΑΛ Γιώργος Πραχαλιάς.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα του λόγου του, το οποίο επικεντρώνεται στην ουσία των πολιτικών πραγμάτων, στέλνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα σημαντικό μήνυμα σε πολλούς αποδέκτες…
«Η έννοια της πολιτικής, η οποία προέρχεται από τη λέξη «πόλις», γεννήθηκε στην Αρκαδία. Η πρώτη πόλη που δημιουργήθηκε στον κόσμο ήταν η αρχαία Λυκόσουρα της Αρκαδίας. Γιαυτό και ο Αριστοτέλης στο προοίμιο του έργου του «Πολιτικά» γράφει με έμφαση ότι «ο κατά κώμας συνωκοισμός των Αρκάδων έμβρυο πολιτικής ζωής εστί». Εδώ στην Αρκαδία και τη Μεγαλόπολη, τη Μεγάλη Πόλη των αρχαίων Αρκάδων, ιδρύθηκε ο κοινοβουλευτισμός με το Βουλευτήριο του Κοινού των Αρκάδων.
Η Αρκαδία σφράγισε την εθνική και πολιτική ανασύσταση του νεώτερου ελληνισμού, με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και την Πελοποννησιακή Γερουσία. Ταυτόχρονα όμως η Αρκαδία έχει σφραγίσει και τα τέσσερα μεγάλα πολιτικά ρεύματα που πρωταγωνιστούν μέχρι σήμερα στην πολιτική σκηνή της χώρας, με τον ιδρυτή και πρωθυπουργό της συντηρητικής παράταξης Θεόδωρο Δεληγιάννη από τα Λαγκάδια, το θεμελιωτή της σοσιαλιστικής σκέψης και πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπαναστασίου από το Λεβίδι, το θεωρητικό της πατριωτικής κομμουνιστικής προσέγγισης και γενικό γραμματέα του ΚΚΕ κατά τη γερμανική κατοχή Νίκο Πλουμπίδη από τα Λαγκάδια, μέχρι το μεγάλο οραματιστή της κεντροαριστεράς, τον ιερομάρτυρα της Δημοκρατίας το Γρηγόρη Λαμπράκη από την Κερασίτσα.
Όποιος λοιπόν αναλαμβάνει την ευθύνη να εκπροσωπήσει τους Αρκάδες στο εθνικό κοινοβούλιο, έχει καθήκον να αισθάνεται βαριά στους ώμους του την πολιτική κληρονομιά της Αρκαδίας. Ειδικά όσοι από την Αρκαδία εκπροσωπούν τη σοσιαλιστική παράταξη, οφείλουν να τιμούν τις πολιτικές παρακαταθήκες, τις αρχές αλλά και το ήθος του Αλέξανδρου Παπαναστασίου.
Ο Παπαναστασίου ήταν ο θεωρητικός θεμελιωτής της σταθερής μετεξέλιξης της κοινωνίας, μέσα από την ισόρροπη ευημερία όλων των κοινωνικών και οικονομικών τάξεων. Ήταν αυτός που προφητικά διατύπωσε την άποψη ότι η κοινωνική πρόοδος μπορεί να συμβεί με τη δημιουργία μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, γιατί αυτές οι μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες είναι απαραίτητες για την επίτευξη μεγάλων μεταρρυθμίσεων.
Με λίγα λόγια, ο Παπαναστασίου θεμελίωσε τον πολιτικό χώρο που προσδιόρισε ο σύγχρονός του διανοητής Γεώργιος Σκληρός το 1907, στο μεγαλειώδες έργο του «Το Κοινωνικόν μας ζήτημα», ένα έργο που συντάραξε την πολιτική σκέψη της χώρας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης εκείνη την εποχή. Και επειδή η μετάφραση στην αγγλική της λέξης «κοινωνικόν» είναι «social», ο πολιτικός αυτός χώρος ονομάστηκε «σοσιαλιστικός». Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κοινωνίες πάντοτε προοδεύουν στο πέρασμα του χρόνου για να ανταποκρίνονται στο «Κοινωνικόν Ζήτημα» της κάθε εποχής, ο χώρος αυτός αποκαλείται έκτοτε προοδευτικός.
Αυτό καλό είναι να το γνωρίζουν όσοι σήμερα χάνονται στη μετάφραση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, μεταξύ προόδου και συντήρησης. Κυρίως όμως οφείλουν να το γνωρίζουν όλοι όσοι προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ αριστεράς, κεντροαριστεράς, σοσιαλισμού και σοσιαλδημοκρατίας. Ίσως αυτή η τόσο απλή εξήγηση που έδωσε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου βοηθήσει να πάψουν επιτέλους οι αερολογίες που διατυπώνονται στην πολιτική σκηνή στη χώρας για τη μεγάλη προοδευτική παράταξη.
Η πολιτική ιστορία της νεώτερης Ελλάδας έχει καταγράψει σε ξεχωριστή θέση τους πολιτικούς ηγέτες που αντιμετώπισαν διαχρονικά το «Κοινωνικόν Ζήτημα» της χώρας. Είναι οι πολιτικοί ηγέτες που αντιλήφθηκαν τις προκλήσεις της εποχής τους, ορίζοντας τα αντίστοιχα πολιτικά προτάγματα. Και γιαυτό ακριβώς κυριάρχησαν πολιτικά. Όπως ο Χαρίλαος Τρικούπης που θεμελίωσε τις μεγάλες υποδομές της χώρας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος που τριπλασίασε την Ελλάδα, ο Γεώργιος Παπανδρέου με τον ανένδοτο αγώνα για τον εκδημοκρατισμό της χώρας, ο Κωσταντίνος Καραμανλής με την εγκαθίδρυση της προεδρευομένης Δημοκρατίας και την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, ο Ανδρέας Παπανδρέου με την Αλλαγή και τη ριζική αναμόρφωση της χώρας, καθώς και ο Κώστας Σημίτης που εξέφρασε την ανάγκη για εκσυγχρονισμό. Βλέπουμε λοιπόν ότι μέχρι το 2004 υπήρξαν πολιτικοί που ανταποκρίθηκαν στο «Κοινωνικόν Ζήτημα» της εποχής τους.
Στον αντίποδα όλων των παραπάνω, βρίσκονται οι πολιτικοί εκείνοι που όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να αντιληφθούν το «Κοινωνικόν Ζήτημα» της εποχής τους, αλλά στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν την εξουσία επιχείρησαν να υπονομεύσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, υπονομεύοντας όμως και την ίδια τη χώρα. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα όλων είναι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, τον οποίο η πολιτική ιστορία τον θυμάται για την αποστασία του 1965 σε βάρος του Γεωργίου Παπανδρέου και για το βρώμικο ’89 σε βάρος του Ανδρέα Παπανδρέου.
Το 2004 η χώρα βρίσκονταν στην ισχυρότερη θέση που βρέθηκε από την εποχή της εθνεγερσίας του 1821. Υπήρχαν μεγάλες υποδομές, εξαιρετικά δημοσιονομικά μεγέθη, η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η διοργάνωση των τελειότερων Ολυμπιακών Αγώνων που έγιναν μέχρι σήμερα στον κόσμο. Το σημαντικότερο όμως ήταν η εθνική αυτοπεποίθηση που είχε η χώρα και η κοινωνία. Μια αυτοπεποίθηση που ήταν διάχυτη παντού ότι ως χώρα και ως κοινωνία μπορούμε να πετύχουμε ακόμα μεγαλύτερους στόχους.
Στις εκλογές του 2009 ο Γιώργος Παπανδρέου έθεσε ως «Κοινωνικόν Ζήτημα» το δίλλημα «Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε». Δεν αλλάξαμε, γιατί δεν θέλαμε να αλλάξουμε. Και γιαυτό βουλιάξαμε. Είναι κάτι για το οποίο έχουμε βαριά ευθύνη όλες οι πολιτικές παρατάξεις και κυρίως οι παρατάξεις του κ. Σαμαρά και του κ. Τσίπρα, οι οποίοι επέβαλαν ως «Κοινωνικόν Ζήτημα» το εθνικά διχαστικό «Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο», και ας γνώριζαν την αλήθεια ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Ακολούθησε το «Κοινωνικόν Ζήτημα» που έθεσε ο κ. Σαμαράς, το οποίο δεν ήταν άλλο από τα αλήστου μνήμης Ζάππεια. Η σαθρότητα των Ζαππείων, παρά το «ουδείς αναμάρτητος» που ψέλλισε αργότερα ως συγνώμη ο κ. Σαμαράς για το «Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο», μαζί με την έλλειψη διαφανούς πολιτικού πλαισίου συνεργασίας και ξεκάθαρης προγραμματικής συμφωνίας με το ΠΑΣΟΚ του κ. Βενιζέλου, επέφεραν την άνοδο στην εξουσία του κ. Τσίπρα και την εκλογική εξαΰλωση του ΠΑΣΟΚ.
Ο κ. Τσίπρας, χωρίς συναίσθηση ιστορικής ευθύνης έναντι του έθνους, έθεσε ως «Κοινωνικόν Ζήτημα» το δίλλημα «Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν». Ότι πιο διχαστικό έχει ειπωθεί ποτέ στη χώρα. Και με αυτό το διχασμό φτάσαμε μέχρι σήμερα. Γιατί το χειρότερο απ’όλα όσα έκανε η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα δεν είναι η κωλοτούμπα του δημοψηφίσματος, το αχρείαστο τρίτο μνημόνιο και η συμφωνία των Πρεσπών. Το χειρότερο που έκανε ο κ. Τσίπρας είναι ο βαθύς διχασμός που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι από το 2004 μέχρι το 2019 ο πολιτικός κόσμος της χώρας δεν κατόρθωσε να προσδιορίσει και να αντιμετωπίσει το «Κοινωνικόν Ζήτημα» της χώρας. Από το 2004 μέχρι το 2019 η χώρα έχασε μια ολόκληρη δεκαπενταετία, με την κοινωνία να είναι σήμερα βαθιά καταρρακωμένη. Μια κοινωνία που της έχουν στερήσει την εθνική της υπερηφάνεια για το παρελθόν της, αλλά και μια κοινωνία που έχει παραιτηθεί από το δικαίωμα σε ένα ελπιδοφόρο μέλλον. Και αυτό είναι ότι χειρότερο μπορεί να συμβεί στην κοινωνία της χώρας. Γιατί κι άλλες φορές στην ιστορία μας περάσαμε καταστροφές, αλλά ποτέ η κοινωνία δεν παραιτήθηκε..»