
Πριν λίγο καιρό είχα επισκεφθεί το Κάστρο του Γερακιού στην Λακωνία. Φοβερό μέρος, ένας μικρός, αλλά όχι λιγότερο γοητευτικός και όμορφος, Μυστράς. Έπειτα από αρκετό, επίπονο είναι αλήθεια, σκαρφάλωμα έφτασα στην ακρόπολη και στον ναό του Άη-Γιώργη. Ο συγκεκριμένος ναός ξεχωρίζει γιατί περιέχει ένα μαρμάρινο εικονοστάσι που λέγεται πώς παρήγγειλαν την κατασκευή του οι Ναΐτες ιππότες. Εκεί θαύμασα την θέα στην μεγάλη, γεμάτη λιόδεντρα, πεδιάδα που ανοιγόταν μπροστά μου, που πήγαινε ως το Έλος και την θάλασσα. Στα δεξιά μου είδα το πανέμορφο χωριό του Γερακιού, κι απέναντι ο επιβλητικός Ταΰγετος. Εκεί ξαφνικά ήρθε ένα φίδι και μου ψιθύρισε στ’ αυτί «έλα να σου δείξω το μέλλον του τόπου ω άνθρωπε και κλάψε».
Ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα και τότε είδα μία Πελοπόννησο γκρίζα και δύστυχη. Τα λιόδεντρα είχαν εκριζωθεί προ πολλού, τα κοπάδια σφαχτεί και τ ’αμπέλια ξεραθεί. Η γη ήσαν κατακόκκινη και ξερή και τα δάση είχαν καεί, ή ξεραθεί κι ‘αυτά. Αντίκρισα χωριά έρημα, με μοναδικούς κατοίκους κάτι αλεπούδες και σκαντζόχοιρους, τα σπίτια να έχουν γίνει σωροί από πέτρες, και μονάχα τα λίγα πεταμένα και ξεθωριασμένα αντικείμενα ανάμεσα στα χαλάσματα να μαρτυρούν πώς κάποτε εκεί υπήρξαν παιδιά, οικογένειες, ζωή. Οι ζωντανές πολιτείες ήσαν λιγοστές, σαν δυστυχισμένοι προμαχώνες ενός θνησιγενή πολιτισμού, και σ ’αυτές βασίλευε το τσιμέντο, η μόλυνση, η ασχήμια κι η κυκλοφοριακή συμφόρηση. Εδώ δεν είδα εργοστάσια, λειτουργικά τουλάχιστον, παρά μόνο έναν αχταρμά από άναρχα ξενοδοχεία που έφαγαν κάθε σπιθαμή παραλίας, προσφέροντας ελεεινές δουλειές δίχως αξιοπρέπεια, προσελκύοντας τα χειρότερα είδη επισκεπτών. Λίγα τα νεανικά πρόσωπα, κι ‘αυτά επι των πλείστων δυστυχισμένα από την έλλειψη ζωής, προοπτικής και μέλλοντος. Όσοι μπορούσαν να φύγουν έφυγαν, κι όσοι έμειναν ήταν αυτοί που δεν είχαν προοπτικές. Οι τοπικοί άρχοντες, μεγάλης ηλικίας και επαγγελματίες του είδους, ζούσαν σ ’απόμακρα μαρμάρινα κάστρα γραφειοκρατίας και αδιαφορούσαν για το μέλλον του τόπου, παρά ενδιαφέρονταν μόνο για την αυτοπροβολή και τον πλουτισμό τους. Ω, δεν έχω ξαναδεί πιο λυπητερή χώρα σε τούτο τον κόσμο.
Τότε εμφανίστηκε ένας μεγάλος και ρωμαλέος αετός που κατέβηκε στην γη κι άρπαξε άγρια το φίδι. Το πήγε μέχρι την θάλασσα του Έλους όπου και το έπνιξε. Ο αετός επέστρεψε και μ ’είπε «το φίδι ψεύδεται και τώρα που χάθηκε θα σου δείξω το αληθινό μέλλον, της πίστης και της ελπίδας».
Εμφανίστηκε εκείνη την στιγμή ο μεγάλος φωτεινός ήλιος κι έδιωξε την μιζέρια και την δυστυχία και μου φανερώθηκε αυτό που θα πρέπει να είναι. Αντίκρισα άλλα πράγματα από πριν. Είδα λιόδεντρα κι αμπέλια φορτωμένα με καρπό, τόσο όσο να είναι έτοιμα να σπάσουν τα κλαριά τους. Παρατήρησα νέους και νέες αγρότες κι’αγρότισες, σύγχρονα μηχανήματα, μεγάλα και μικρότερα φράγματα και συντηρημένους δρόμους. Στα χωριά υπήρχε κίνηση, ζωή. Πολλά τα μαγαζιά, ανακαινισμένα παραδοσιακά αρχοντικά που έγιναν πολυτελή ξενοδοχεία κι ανοικτά, γεμάτα, σχολεία όλων των βαθμίδων. Οι πολιτείες ήσαν πράσινες και χαρωπές, με όμορφες κατοικίες, κήπους, φαρδείς πεζόδρομους, πολιτισμική ζωή και σύγχρονες συγκοινωνίες. Ακόμη είδα πολλά εργοστάσια, όχι απ’ αυτά που βρωμίζουν το περιβάλλον αλλά από κείνα που δίνουν θέσεις εργασίας κι αξία. Σειρές και σειρές από εργοστάσια. Οι ζωογόνες φλέβες αυτής της ζωντανής κοινωνίας ήταν τα τρένα που καθημερινά μετέφεραν χιλιάδες ανθρώπους δίχως άγχος, κόστος ή μόλυνση. Οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι που ζούσαν σ’έναν ευλογημένο τόπο που αξιοποιούσε κάθε δυνατότητα του κι έτσι οι νέοι δεν είχαν πια λόγο να φύγουν από τον τόπο τους. Οι άρχοντες αυτού του τόπου ήταν πραγματικοί άρχοντες, μορφωμένοι, κοσμογυρισμένοι, σοβαροί, επιστήμονες, αλλά και γνήσιοι πατριώτες. Τέλος είδα όλες τις τέχνες να ευημερούν εδώ, συνδυάζοντας την περικαλλή τοπική παράδοση μ ’ένα παγκόσμιο όραμα, και ν ’αποτελούν την αιχμή του δόρατος του αφηγήματος της νέας Πελοποννήσου, που δεν είχε τώρα πια τίποτα να ζηλέψει από την Τοσκάνη και την Ελβετία.
Ζύγισα πώς μέσα στον καθένα μας υπάρχει ένα φίδι που σπέρνει τον φόβο και την καταστροφολογία, αμφισβητεί την δύναμη του τόπου και των ανθρώπων, και διδάσκει την απραξία και την αβελτηρία, αλλά υπάρχει κι ‘ένας περήφανος αετός ικανός να δει σφαιρικά τα πράγματα από ψηλά και να προτάξει ένα νέο ενεργό πολιτισμικό μοντέλο, που δεν έχει ξαναϋπάρξει, που θα βασίζεται στην παράδοση αλλά θα κοιτάζει στο μέλλον, και θ ’ανταποκρίνεται στην πραγματική φύση του τόπου και στις αληθινές ανάγκες των ανθρώπων του. Ίσως μάλιστα κάθε μέρα να δίνουν μάχη αυτά τα δύο φοβερά κτήνη μέσα μας. Πρέπει ν ’ακούσουμε τον αετό, γιατί έτσι θα μπορούσε να ξαναγίνει η Πελοπόννησος μας ένα παγκόσμιο κέντρο πολιτισμού, ένα πρότυπο. Το ζήτημα στην τελική δεν πρέπει απλώς να είναι η -απαραίτητη- οικονομική ανάπτυξη, αλλά η ουσιαστική βελτίωση της ζωής του κάθε ανθρώπου, η ανύψωση του όπως κι ολόκληρης της κοινωνίας μας.
Με την νέα χρονιά να ξεκινάει σε λίγες μέρες ας βάλουμε ως στόχο να μην γίνουμε φίδια, αλλά αετοί και να πετάξουμε ψηλά. Καλά Χριστούγεννα με υγεία και χαρά!
Ο Φίλιππος Παπαδημητρίου είναι φοιτητής νομικής, πρόεδρος της ΑΜΚΕ Το Χαμόγελο του Χωριού κι ελαιοπαραγωγός.
Ακολουθήστε την Ενημέρωση Πελοποννήσου στο Facebook
Αποκλειστικές Έρευνες – Συνεντεύξεις και Άρθρα
Ειδήσεις από: Ναύπλιο – Άργος – Ερμιονίδα – Τρίπολη – Κορινθία – Αθλητικά –






